- χάρμαι
- χάρμηjoy of battlefem nom/voc plχάρμᾱͅ , χάρμηjoy of battlefem dat sg (doric aeolic)χάρμηςmasc nom/voc plχάρμᾱͅ , χάρμηςmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάρμ' — χάρμα , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc sg χάρμαι , χάρμη joy of battle fem nom/voc pl χάρμᾱͅ , χάρμη joy of battle fem dat sg (doric aeolic) χάρμα , χάρμης masc voc sg χάρμα , χάρμης masc nom sg (epic) χάρμαι , χάρμης masc nom/voc pl χάρμᾱͅ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρμη — ἡ, Α 1. σφοδρή επιθυμία, ορμή για μάχη 2. μάχη, αγώνας («ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ», Ομ. Ιλ.) 3. επιτυχία, ευτυχία 4. επιδορατίδα 5. στον πληθ. αἱ χάρμαι οι χαρές τής μάχης, οι νίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού ρ. χαίρω* + κατάλ. μη (πρβλ. γνώ μη, φή … Dictionary of Greek